κρανοποιος

κρανοποιος
    κρανοποιός
    κρᾰνο-ποιός
    ὅ мастер шлемов или доспехов Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κρανοποιος" в других словарях:

  • κρανοποιός — helmetmaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανοποιός — ο (Α κρανοποιός) αυτός που κατασκευάζει κράνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κρανοποιοί — κρανοποιός helmetmaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • κρανοποιώ — κρανοποιῶ, έω (Α) [κρανοποιός] 1. κατασκευάζω κράνη 2. διηγούμαι με κομπορρημοσύνη για πολεμικά κατορθώματα …   Dictionary of Greek

  • κρανουργός — κρανουργός, ὁ (Α) ο κρανοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κρανο εργός με συναίρεση < κράνος + (F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσι ουργός, στιχ ουργός)] …   Dictionary of Greek

  • κρανοποιῶν — κρανοποιέω make helmets pres part act masc nom sg (attic epic doric) κρανοποιός helmetmaker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανοποί' — κρανοποιέ , κρανοποιός helmetmaker masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»